γλωσσίδες

γλωσσίδες
γλωττίς
glottis
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαβίχορδο — Το πρώτο μουσικό όργανο με πλήκτρα. Είναι γνωστό και ως κλειδόχορδο. Το κ. διέθετε ένα ορθογώνιο ηχείο με μέγεθος που ποίκιλλε, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένες τεντωμένες χορδές διαφορετικού μήκους, που συνδέονταν με τα πλήκτρα μέσω μεταλλικών… …   Dictionary of Greek

  • συχνόμετρο — Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης …   Dictionary of Greek

  • κοντσερτίνα — (concertina). Μουσικό όργανο με μεταλλικές γλωσσίδες και φυσητήρα, συγγενικό με το ακορντεόν. Οι βασικές διαφορές του από το ακορντεόν είναι ότι αντί για πλήκτρα έχει μια σειρά από κουμπιά και το σχήμα του είναι τετράγωνο ή εξάγωνο. Ο ήχος… …   Dictionary of Greek

  • σείστρο — Αρχαίο αιγυπτιακό μουσικό όργανο. Το χρησιμοποιούσαν στις τελετές για τη λατρεία της Ίσιδας και είχε σχήμα πετάλου με ορθή λαβή. Στο πεταλοειδές αυτό σώμα ήταν εξαρτημένα κουδουνάκια, που κροτάλιζαν καθώς το κουνούσαν. Σ. λέγεται και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”